- ταχύγλωσσος
- ος, ο[ν] быстро говорящий, говорящий скороговоркой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχύγλωσσος — η, ο / ταχύγλωσσος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά γρήγορα νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ… … Dictionary of Greek
ταχύγλωσσος — η, ο 1. αυτός που μιλάει γρήγορα ή με ευχέρεια. 2. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχύγλωσσον — ταχύγλωσσος quick of tongue masc/fem acc sg ταχύγλωσσος quick of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυγλωσσότεροι — ταχύγλωσσος quick of tongue masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύγλωσσοι — ταχύγλωσσος quick of tongue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ταχυγλωσσία — η, Ν [ταχύγλωσσος] 1. το να μιλά κανείς γρήγορα 2. ιατρ. ταχυφημία … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek